- παρακελητίζω
- Α1. τρέχω έφιππος δίπλα σε κάποιον2. υπερβαίνω, ξεπερνώ κάποιον στην ιππασία («ἵνα δὴ κέλης κέλητα παρακελητιεῑ», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κελητίζω «ιππεύω» (< κέλης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακελητιεῖ — παρακελητίζω ride by fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) παρακελητίζω ride by fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) παρακελητίζω ride by fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) παρακελητίζω ride by fut ind act 3rd sg (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)